- σταλιάζω
- Ν1. (για κοπάδια) αναπαύομαι σε σκιά, κυρίως κατά το μεσημέρι, σταλίζω2. (για πρόσ.) α) μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε έναν τόποβ) περιμένω όρθιος επί πολλή ώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σταλίζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω (πρβλ. πουντ-ιάζω, ξεπαγ-ιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.